-
1 προμικκιχιδδόμενος
προμικκ<ιχ>ιδδόμενος,A boy in his second year, prob. for προκομιζόμενος in Αέξεις Ἡροδότου in Stein Hdt.ii p.465 (Berol. 1871).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμικκιχιδδόμενος
-
2 πρόπαις
II = μαστροπός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόπαις
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский